αλατσάτικο

αλατσάτικο
το
επί τουρκοκρατίας, μικρός φόρος για το αλάτι, που τόν εισέπρατταν οι δημογέροντες για λογαριασμό τών Τούρκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλάτσι
άλλος τ. τής λ. αλάτι*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”